παλινόστηση

παλινόστηση
και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) [παλινοστώ]
επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδα
νεοελλ.
1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός τού ναυτικού
2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην πατρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλινοστήσῃ — παλινοστέω return aor subj mid 2nd sg παλινοστέω return aor subj act 3rd sg παλινοστέω return fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… …   Dictionary of Greek

  • παλιννόστηση — η (Μ παλιννόστησις) βλ. παλινόστηση …   Dictionary of Greek

  • παλινόστιμος — παλινόστιμος, ον (Α) [παλίνοστος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλινόστηση («παλινόστιμος ὁρμή» επιθυμία επανόδου, Οππ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”