- παλινόστηση
- και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) [παλινοστώ]επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδανεοελλ.1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός τού ναυτικού2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην πατρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.